αγνόρυτος

αγνόρυτος
ἁγνόρυτος, -ον (Α)
(για νερά ποταμού) αυτός που ρέει καθαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός + ῥυτός, ρηματικό επίθετο τού ῥέω
το υ βραχύ
γράφεται με ένα ρ (αντί ἁγνόρρυτος) για τις ανάγκες τού μέτρου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἁγνορύτων — ἁγνόρυτος pure flowing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγνός — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”